επιχαιρεσίκακος

επιχαιρεσίκακος
ἐπιχαιρεσίκακος, -ον (Α)
βλ. επιχαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή τού η τού αοριστ. θ. χαιρησ- τού ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιχαιρησίκακος — ἐπιχαιρησίκακος, ον (Α) βλ. επιχαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιχαιρεσίκακος] …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”